Δείτε επίσης: πού την κεφαλήν κλίναι
ενικός
α' πρόσωπο (οὐκ ἔχω) ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνω
β' πρόσωπο (οὐκ ἔχεις) ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃς
γ' πρόσωπο (οὐκ ἔχει) ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίν
πληθυντικός
α' πρόσωπο (οὐκ ἔχομεν) ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνωμεν
β' πρόσωπο (οὐκ ἔχετε) ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνητε
γ' πρόσωπο (οὐκ ἔχουσι) ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνωσι(ν)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποῦ τήν κεφαλήν κλίνω < από την ευαγγελική περικοπή: καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσιν καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, η' 8· πβ. Κατά Λουκάν θ' 58). Η φράση όμως παραδίδεται μεταγενέστερα και με απαρέμφατο (κλῖναι): Ὁ δέ φησιν, Ἐν τοῖς μὲν ἀληθείᾳ ὑπηκόοις οὐκ ἔχω ἐγὼ ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι (Ιωάννης της Κλίμακος, Λόγος ΙΓʹ) και Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, [ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ,] ὅτι οὐκ ἔχει ὁ ξένος τὴν κεφαλὴν ὅπου κλῖναι. (Γεώργιος Ακροπολίτης, Στιχηρὸν ψαλλόμενον τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ σαββάτῳ)

  Έκφραση

επεξεργασία

ποῦ τήν κεφαλήν κλίνω

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία