Δείτε επίσης: αποκεφαλίζω

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀποκεφαλίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀποκεφαλίζω. Αναλύεται σε ἀπο- + κεφάλ(ι) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀποκεφαλίζω

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀποκεφαλίζω < ἀπο- + κεφαλ(ή) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀποκεφαλίζω

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία