Ετυμολογία

επεξεργασία
κουτσοκεφαλίζω < κουτσοκέφαλ(ος) + -ίζω. Αναλύεται σε κουτσός) κουτσο- + κεφάλ(ι) + -ίζω

κουτσοκεφαλίζω

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κουτσός και κεφάλι

Δείτε επίσης

επεξεργασία