Ετυμολογία

επεξεργασία
κουτσο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουτσο-, -κουτσ-ο- < θέμα κοψ- του κόπτω, κόβω με τροπή [ps] > [t͡s] (όπως ψευδός > τσευδός)[1]

κουτσο-, κουτσό- (και κουτσ- πριν από φωνήεν)

Σημειώσεις

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
κουτσο- < κουτσ--ο- < θέμα κοψ- του κόπτω με τροπή [ps] > [t͡s][1]

Αναφορές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία