κουτσοφλέβαρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κουτσοφλέβαρος < κουτσο- + Φλεβάρ(ης) + -ος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κουτσοφλέβαρος αρσενικό
- (οικείο) προσωνυμία του μήνα Φεβρουαρίου, επειδή έχει λιγότερες μέρες
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κουτσοφλέβαρος