Δείτε επίσης: ψεύδος, ψεῦδος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψευδός η ψευδή το ψευδό
      γενική του ψευδού της ψευδής του ψευδού
    αιτιατική τον ψευδό την ψευδή το ψευδό
     κλητική ψευδέ ψευδή ψευδό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψευδοί οι ψευδές τα ψευδά
      γενική των ψευδών των ψευδών των ψευδών
    αιτιατική τους ψευδούς τις ψευδές τα ψευδά
     κλητική ψευδοί ψευδές ψευδά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευδός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψευδός < αρχαία ελληνική ψευδής [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pseˈvðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψευ‐δός
ομόηχο: ψευδώς
τονικό παρώνυμο: ψεύδος

  Επίθετο

επεξεργασία

ψευδός, -ή, -ό

  • που αρθρώνει λανθασμένα ορισμένα σύμφωνα, π.χ. το "σ" ως "θ" (σε πολύ βαριές περιπτώσεις δύναται να αλλοιώνει παράλληλα και φωνήεντα - πχ. σπαστικοί, βαριά τραυματισμένοι, συνδρομικοί, γναθοδυσμορφικοί κτλ.)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ψεύδομαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία