ψεύδισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpse.vði.zma/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψεύδισμα ουδέτερο και τσεύδισμα
- η λανθασμένη εκφορά κάποιων φθόγγων, κυρίως των συριστικών
ψεύδισμα ουδέτερο και τσεύδισμα