↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψευδισμός οι ψευδισμοί
      γενική του ψευδισμού των ψευδισμών
    αιτιατική τον ψευδισμό τους ψευδισμούς
     κλητική ψευδισμέ ψευδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευδισμός < ψευδίζω < ψευδός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψευδισμός αρσενικό

  • (ιατρική) η λανθασμένη εκφορά κάποιων φθόγγων, κυρίως των συριστικών

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία