Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσεύδισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τσεύδισμα
τα
τσευδίσμα
τ
α
γενική
του
τσευδίσμα
τ
ος
των
τσευδισμά
τ
ων
αιτιατική
το
τσεύδισμα
τα
τσευδίσμα
τ
α
κλητική
τσεύδισμα
τσευδίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τσεύδισμα
<
τσευδός
< παραφθορά του
ψευδός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσεύδισμα
ουδέτερο
η μη καλή άρθρωση, συνήθως η μη τέλεια
προφορά
του "σίγμα" ή και άλλων
συμφώνων
Συγγενικά
επεξεργασία
τσευδίζω
τσευδός
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ψεύδισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσεύδισμα
αγγλικά
:
lisp
(en)
γαλλικά
:
zézaiement
(fr)