τσευδός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τσευδός | η | τσευδή | το | τσευδό |
γενική | του | τσευδού | της | τσευδής | του | τσευδού |
αιτιατική | τον | τσευδό | την | τσευδή | το | τσευδό |
κλητική | τσευδέ | τσευδή | τσευδό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τσευδοί | οι | τσευδές | τα | τσευδά |
γενική | των | τσευδών | των | τσευδών | των | τσευδών |
αιτιατική | τους | τσευδούς | τις | τσευδές | τα | τσευδά |
κλητική | τσευδοί | τσευδές | τσευδά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατσευδός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του ψευδός