Ετυμολογία

επεξεργασία
κοψο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοψο- < κοψ- (αοριστικό θέμα του κόβω) + -ο- [1]

κοψο- ή κοψ- πριν από φωνήεν

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
κοψο- < κοψ- (αοριστικό θέμα του κόβω, μορφής του κόπτω) +-ο-

κοψο-, κοψό- (& κόψ- πριν από φωνήεν)