κοψοχέρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοψοχέρης < μεσαιωνική ελληνική κοψοχέρης < κοψο- + χέρ(ι) + -ης
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοψοχέρης αρσενικό (θηλυκό: κοψοχέρα)
- αυτός που προτιμά να «κόψει το χέρι του» παρά να ξαναψηφίσει ό,τι ψήφισε ή (γενικότερα) να ξαναεπιλέξει ό,τι ήδη είχε επιλέξει
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοψοχέρης
|