κοψομεσιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.pso.meˈsça.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ψο‐με‐σιά‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
κοψομεσιάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος κοψομεσιάζω