Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοψαχείλης η κοψαχείλα το κοψαχείλικο
      γενική του κοψαχείλη της κοψαχείλας του κοψαχείλικου
    αιτιατική τον κοψαχείλη την κοψαχείλα το κοψαχείλικο
     κλητική κοψαχείλη κοψαχείλα κοψαχείλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοψαχείληδες οι κοψαχείλες τα κοψαχείλικα
      γενική των κοψαχείληδων των κοψαχείλικων
    αιτιατική τους κοψαχείληδες τις κοψαχείλες τα κοψαχείλικα
     κλητική κοψαχείληδες κοψαχείλες κοψαχείλικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοψαχείλης < κοψ- (< κόβω) + αχείλ(ι) + -ης (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.psaˈçi.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ψα‐χεί‐λης

  Επίθετο επεξεργασία

κοψαχείλης, -α, -ικο

  1. (λαϊκότροπο) άτομο με σκισμένα χείλη
  2. (για αντικείμενο) με σπασμένο χείλος

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Λέξεις με *κοψαχείλ* - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)

  Πηγές επεξεργασία

  • ως αρσενικό ουσιαστικό - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)