Κεφαλή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.faˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κε‐φα‐λή
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κεφαλή | ||
γενική | της | Κεφαλής | ||
αιτιατική | την | Κεφαλή | ||
κλητική | Κεφαλή | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κεφαλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κεφαλή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚεφαλή θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Κεφαλή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- Κεφαλή < γενική του Κεφαλής
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚεφαλή θηλυκό
Μεταγραφές
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Κεφαλή | αἱ | Κεφαλαί |
γενική | τῆς | Κεφαλῆς | τῶν | Κεφαλῶν |
δοτική | τῇ | Κεφαλῇ | ταῖς | Κεφαλαῖς |
αιτιατική | τὴν | Κεφαλήν | τὰς | Κεφαλᾱ́ς |
κλητική ὦ! | Κεφαλή | Κεφαλαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κεφαλᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Κεφαλαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κεφαλή < κεφαλή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚεφαλή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Κεφαλή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Κεφαλή - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven