τρικέφαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρικέφαλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίατρικέφαλος, -η, -ο
- που έχει τρία κεφάλια
- (ανατομία) (μυς) που έχει τρεις (μυϊκές) κεφαλές, που συνδέεται σε τρία μέρη πάνω στο οστό