πολυκέφαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυκέφαλος < αρχαία ελληνική
Επίθετο
επεξεργασίαπολυκέφαλος, -η, -ο
- που έχει πολλά κεφάλια
- πολυκέφαλο τέρας
- (μεταφορικά) που έχει πολλούς διευθύνοντες
- πολυκέφαλο κόμμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυκέφαλος
|