Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἁδροκέφαλος < ἁδρός ) + κεφαλή

  Επίθετο επεξεργασία

ἁδροκέφαλος αρσενικό ή θηλυκό

  • που έχει μεγάλο κεφάλι