Δείτε επίσης: αδρός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἁδρός ἁδρᾱ́ τὸ ἁδρόν
      γενική τοῦ ἁδροῦ τῆς ἁδρᾶς τοῦ ἁδροῦ
      δοτική τῷ ἁδρ τῇ ἁδρ τῷ ἁδρ
    αιτιατική τὸν ἁδρόν τὴν ἁδρᾱ́ν τὸ ἁδρόν
     κλητική ! ἁδρέ ἁδρᾱ́ ἁδρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἁδροί αἱ ἁδραί τὰ ἁδρᾰ́
      γενική τῶν ἁδρῶν τῶν ἁδρῶν τῶν ἁδρῶν
      δοτική τοῖς ἁδροῖς ταῖς ἁδραῖς τοῖς ἁδροῖς
    αιτιατική τοὺς ἁδρούς τὰς ἁδρᾱ́ς τὰ ἁδρᾰ́
     κλητική ! ἁδροί ἁδραί ἁδρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἁδρώ τὼ ἁδρᾱ́ τὼ ἁδρώ
      γεν-δοτ τοῖν ἁδροῖν τοῖν ἁδραῖν τοῖν ἁδροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁδρός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἁδρός, -ά, -όν, συγκριτικός:ἁδρότερος, υπερθετικός: ἁδρότατος

  1. (για πράγματα) πυκνός, ισχυρός, δυνατός, μεγάλος
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 31.2
    ἤδη ὦν ὅστις ἀγχόθεν χιόνα ἁδρὴν πίπτουσαν εἶδε, οἶδε τὸ λέγω· οἶκε γὰρ ἡ χιὼν πτεροῖσι·
    λοιπόν, όποιος είδε από κοντά να πέφτει χιόνι πυκνό, ξέρει αυτό που λέω· δηλαδή, οι νιφάδες του χιονιού μοιάζουν με φτερά.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. (για πόλεμο) σφοδρός, βίαιος
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 1099
    μέγα τὸ πρᾶγμα, πολὺ τὸ νεῖκος, ἁδρὸς ὁ πόλεμος ἔρχεται.
    Βίαιη ρήξη, αγώνας λάβρος, σύγκρουση έρχεται βαριά.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  3. (για πρόσωπα) μεγάλος, εύσωμος, ευτραφής
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 5, 466e
    Ὅτι κοινῇ στρατεύσονται, καὶ πρός γε ἄξουσι τῶν παίδων εἰς τὸν πόλεμον ὅσοι ἁδροί, ἵν᾽ ὥσπερ οἱ τῶν ἄλλων δημιουργῶν θεῶνται ταῦτα ἃ τελεωθέντας δεήσει δημιουργεῖν·
    Θα εκστρατεύουν μαζί κι ακόμα θα παίρνουν μαζί τους στον πόλεμο και τα πιο μεστωμένα από τα παιδιά, για να βλέπουν, όπως γίνεται και με τα παιδιά των άλλων τεχνιτών, τη δουλειά που θα έχουν κι αυτά να κάνουν μια μέρα όταν μεγαλώσουν·
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
  4. (για ζώα) ευτραφής, παχύς
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 17.10
    καὶ συὶ δὲ ἀσθενεῖ χαλεπὸν πολλοὺς ἁδροὺς χοίρους ἐκτρέφειν.
    Είναι επίσης δύσκολο ένα αδύναμο γουρούνι να θρέψει πολλά παχιά γουρουνόπουλα».
    Μετάφραση (2007): Έφη Δημητριάδου-Τουφεξή. Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  5. (για φρούτα, φυτά) ώριμος, πλήρως αναπτυγμένος
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 17.1
    ὅκως μὲν εἴη ἐν τῇ γῇ καρπὸς ἁδρός, τηνικαῦτα ἐσέβαλλε τὴν στρατιήν· ἐστρατεύετο δὲ ὑπὸ συρίγγων τε καὶ πηκτίδων καὶ αὐλοῦ γυναικηίου τε καὶ ἀνδρηίου.
    Όταν τα γεννήματα στα χωράφια ήταν μεστωμένα, τότε έκανε εισβολή με το στρατό του. Κινούσε το στρατό του με συνοδεία από φλογέρες, κιθάρες και αυλούς ψιλόφωνους και βαθύφωνους.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  6. (για ποτάμια, χειμάρρους) φουσκωμένος
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w 28.1 @scaife.perseus
    καθάπερ χιόνος πολλῆς, ῥεύματα ἁδρὰ συμβαίνει γίνεσθαι.
  7. (για ύφος, στυλ) μεγαλοπρεπής, ισχυρός, δυνατός

Συγγενικά

επεξεργασία