Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁδρύνω < ἁδρ(ός) + -ύνω

ἁδρύνω

Δόκιμοι τύποι: ἁδρύνω (ενεστώτας) ἁδρύνων (μτχ ενεσ.), ίσως ἁδρύνω/ἁδρυνῶ (μέλλοντας) ἁδρῦναι (απαρέμφατο) και από τη μέση φωνή ἁδρύνομαι (ενεστώτας), ἁδρυνθῆναι (απαρέμφατο παθ. αορίστου), ἁδρυνθέντα (μετοχή παθ. αορίστου) και ίσως ἡδρυμμένα (ουδετ. μετοχής παρακειμένου)


Συγγενικά

επεξεργασία