Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
heaume heaumes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

heaume (fr) αρσενικό

  1. η περικεφαλαία
  2. (εραλδική) κράνος πάνω από ένα στρατιωτικό οικόσημο που δείχνει τη θέση που έχει ο κάτοχός του στην αριστοκρατία