φορμίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φορμίτσα | οι | φορμίτσες |
γενική | της | φορμίτσας | — | |
αιτιατική | τη | φορμίτσα | τις | φορμίτσες |
κλητική | φορμίτσα | φορμίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φορμίτσα < υποκοριστικό του φόρμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφορμίτσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη φορμούλα
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φορμίτσα
→ δείτε τη λέξη φορμούλα |