↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φορμίτσα οι φορμίτσες
      γενική της φορμίτσας
    αιτιατική τη φορμίτσα τις φορμίτσες
     κλητική φορμίτσα φορμίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φορμίτσα < υποκοριστικό του φόρμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φορμίτσα θηλυκό

Ταυτόσημο

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία