survêtement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /syʁ.vɛt.mɑ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
survêtement | survêtements |
survêtement (fr) αρσενικό
- η αθλητική φόρμα
ενικός | πληθυντικός |
survêtement | survêtements |
survêtement (fr) αρσενικό