αγγλισμός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγγλισμός < αγγλ- + -ισμός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική anglicisme
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αγγλισμός αρσενικό
- ιδιωματισμός της αγγλικής γλώσσας
- μίμηση της αγγλικής γλώσσας
- έκφραση που πλάστηκε κατ' αναλογία μιας αντιστοιχίας αγγλικής