εκκολαπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκκολαπτικός < εκκολάπτω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική incubateur)
Επίθετο
επεξεργασίαεκκολαπτικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εκκολάπτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκκολαπτικός