Ετυμολογία

επεξεργασία
incubateur < incuber + -ateur

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.ky.ba.tœʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
incubateur incubateurs

incubateur (fr) αρσενικό