εκκολαπτήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εκκολαπτήριο | τα | εκκολαπτήρια |
γενική | του | εκκολαπτήριου & εκκολαπτηρίου |
των | εκκολαπτήριων & εκκολαπτηρίων |
αιτιατική | το | εκκολαπτήριο | τα | εκκολαπτήρια |
κλητική | εκκολαπτήριο | εκκολαπτήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εκκολαπτήριο < εκκολάπτω + -τήριο < αρχαία ελληνική ἐκκολάπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκκολαπτήριο ουδέτερο
- (λόγιο) μηχανή που χρησιμοποιείται για το κλώσημα και την εκκόλαψη των αυγών
- (κατ’ επέκταση) ο χώρος και η αντίστοιχη επιχειρηματική δραστηριότητα
- (μεταφορικά) φυσικός ή κοινωνικός χώρος ο οποίος παρέχει τις κατάλληλες συνθήκες και από τον οποίο γεννιούνται νέες ιδέες ή νέα άτομα (αθλητές, φιλόσοφοι, επιστήμονες)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εκκολάπτω