Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐκκολάπτω < ἐκ + κολάπτω

ἐκκολάπτω

  • τσιμπώ ή τρυπάω το αυγό ώστε να βγει ο νεοσσός που έχει ήδη δημιουργηθεί μέσα