επωάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επωάζω < αρχαία ελληνική ἐπῳάζω < ἐπί + ᾠόν (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική incuber)
Ρήμα
επεξεργασίαεπωάζω (παθητική φωνή: επωάζομαι)
- (βιολογία) συμβάλλω ή συμμετέχω στη διαδικασία που περιλαμβάνει τη γονιμοποίηση και το κλώσημα ενός αβγού καθώς και την ανάπτυξη και εκκόλαψη του νεοσσού
- (ιατρική) συμβάλλω ή συμμετέχω στη διαδικασία που περιλαμβάνει την εισαγωγή μικροβίων σε οργανισμό μέχρι την εμφάνιση της νόσου
Συγγενικά
επεξεργασία- επώαση
- επωαστήρας
- επωαστής
- επωαστικός
- → δείτε τις λέξεις ωόν και αβγό
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επωάζω | επώαζα | θα επωάζω | να επωάζω | επωάζοντας | |
β' ενικ. | επωάζεις | επώαζες | θα επωάζεις | να επωάζεις | επώαζε | |
γ' ενικ. | επωάζει | επώαζε | θα επωάζει | να επωάζει | ||
α' πληθ. | επωάζουμε | επωάζαμε | θα επωάζουμε | να επωάζουμε | ||
β' πληθ. | επωάζετε | επωάζατε | θα επωάζετε | να επωάζετε | επωάζετε | |
γ' πληθ. | επωάζουν(ε) | επώαζαν επωάζαν(ε) |
θα επωάζουν(ε) | να επωάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επώασα | θα επωάσω | να επωάσω | επωάσει | ||
β' ενικ. | επώασες | θα επωάσεις | να επωάσεις | επώασε | ||
γ' ενικ. | επώασε | θα επωάσει | να επωάσει | |||
α' πληθ. | επωάσαμε | θα επωάσουμε | να επωάσουμε | |||
β' πληθ. | επωάσατε | θα επωάσετε | να επωάσετε | επωάστε | ||
γ' πληθ. | επώασαν επωάσαν(ε) |
θα επωάσουν(ε) | να επωάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επωάσει | είχα επωάσει | θα έχω επωάσει | να έχω επωάσει | ||
β' ενικ. | έχεις επωάσει | είχες επωάσει | θα έχεις επωάσει | να έχεις επωάσει | ||
γ' ενικ. | έχει επωάσει | είχε επωάσει | θα έχει επωάσει | να έχει επωάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επωάσει | είχαμε επωάσει | θα έχουμε επωάσει | να έχουμε επωάσει | ||
β' πληθ. | έχετε επωάσει | είχατε επωάσει | θα έχετε επωάσει | να έχετε επωάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επωάσει | είχαν επωάσει | θα έχουν επωάσει | να έχουν επωάσει |
|