Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επωαστήρας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Υπώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
επωαστήρ
ας
οι
επωαστήρ
ες
γενική
του
επωαστήρ
α
των
επωαστήρ
ων
αιτιατική
τον
επωαστήρ
α
τους
επωαστήρ
ες
κλητική
επωαστήρ
α
επωαστήρ
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επωαστήρας
<
επωάζω
+
-τήρας
(
μεταφραστικό δάνειο
από
τη γαλλική
incubateur
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επωαστήρας
αρσενικό
συσκευή
ή
κατασκευή
στην οποία γίνεται
επώαση
Υπώνυμα
επεξεργασία
εκκολαπτήριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επωαστήρας
αγγλικά
:
incubator
(en)
γαλλικά
:
incubateur
(fr)