επώαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επώαση | οι | επωάσεις |
γενική | της | επώασης* | των | επωάσεων |
αιτιατική | την | επώαση | τις | επωάσεις |
κλητική | επώαση | επωάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επωάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επώαση < αρχαία ελληνική ἐπῴασις (2.μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική incubation)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπώαση θηλυκό
- το χρονικό διάστημα της φυσικής εξέλιξης του αβγού από την ωοτοκία μέχρι την εκκόλαψη
- (συνεκδοχικά) η συντήρηση των αβγών σε κατάλληλες συνθήκες μέχρι την εκκόλαψη
- (ιατρική) το χρονικό διάστημα από την είσοδο κάποιου παθογόνου οργανισμού μέχρι την εμφάνιση των συμπτωμάτων
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επώαση