επωάσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπωάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επωάζω
- θα επωάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επωάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεπωάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επώαση