Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επωάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος επωάζω

  Ρήμα επεξεργασία

επωάζομαι

→ δείτε τη λέξη επωάζω