issant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | issant | issants |
θηλυκό | issante | issantes |
issant (fr)
- (εραλδική) λέγεται για μορφές ζώων, των οποίων βλέπουμε μόνο το πάνω μέρος του σώματος, που φαίνονται να βγαίνουν από το οικόσημο