Ετυμολογία

επεξεργασία
malvoyant < mal + voyant

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό malvoyant malvoyants
θηλυκό malvoyante malvoyantes

malvoyant (fr)

Δείτε επίσης

επεξεργασία