voyant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
voyant | voyants |
voyant (fr) αρσενικό
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | voyant | voyants |
θηλυκό | voyante | voyantes |
voyant (fr)
ενικός | πληθυντικός |
voyant | voyants |
voyant (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | voyant | voyants |
θηλυκό | voyante | voyantes |
voyant (fr)