φωτάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φωτάκι | τα | φωτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φωτάκι | τα | φωτάκια |
κλητική | φωτάκι | φωτάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωτάκι < υποκοριστικό της λέξης φως
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωτάκι ουδέτερο (δύσχρηστη η γενική ενικού και πληθυντικού)
- το μικρό φως με την υλική έννοια και όχι της ακτινοβολίας, το λαμπάκι (π.χ. του χριστουγεννιάτικου δέντρου)