χριστουγεννιάτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χριστουγεννιάτικος < Χριστούγεννα + -ιάτικος
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχριστουγεννιάτικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με την εορτή των Χριστουγέννων, αναφέρεται σ’ αυτή, ταιριάζει μ’ αυτή ή γίνεται κατά τη διάρκειά της
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- χριστουγεννιάτικο δέντρο : έλατο που συνηθίζεται να στολίζεται κατά την εορτή των Χριστουγέννων
Μεταφράσεις
επεξεργασία χριστουγεννιάτικος