Ετυμολογία 1

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έλατο τα έλατα
      γενική του έλατου
& ελάτου
των έλατων
& ελάτων
    αιτιατική το έλατο τα έλατα
     κλητική έλατο έλατα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Έλατο Abies lasiocarpa
έλατο < έλατος (από την αιτιατική ενικού: τον έλατο) με μεταπλασμό σε ουδέτερο [1] < αρχαία ελληνική ἐλάτη

Ουσιαστικό

επεξεργασία

έλατο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
έλατο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

έλατο αρσενικό

Αναφορές

επεξεργασία