Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ελατόξυλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ελατόξυλ
ο
τα
ελατόξυλ
α
γενική
του
ελατόξυλ
ου
των
ελατόξυλ
ων
αιτιατική
το
ελατόξυλ
ο
τα
ελατόξυλ
α
κλητική
ελατόξυλ
ο
ελατόξυλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
ελατόξυλο
Ετυμολογία
επεξεργασία
ελατόξυλο
<
έλατ(ο)
+
-ό-
+
ξύλο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ελατόξυλο
ουδέτερο
ξύλο
από
έλατο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ελατόξυλο