↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐλάτη αἱ ἐλάται
      γενική τῆς ἐλάτης τῶν ἐλατῶν
      δοτική τῇ ἐλάτ ταῖς ἐλάταις
    αιτιατική τὴν ἐλάτην τὰς ἐλάτᾱς
     κλητική ! ἐλάτη ἐλάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐλάτ
γεν-δοτ τοῖν  ἐλάταιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐλάτη < αβέβαιης ετυμολογίας[1][2]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: έλατο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐλάτη, -ης θηλυκό

  1. (δέντρο) έλατο (Abies cephalonica), (Abies pectinata)
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
    • 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 450 (448-451)
      ἀλλ᾽ ὅτε δὴ κλισίην Πηληϊάδεω ἀφίκοντο | ὑψηλήν, τὴν Μυρμιδόνες ποίησαν ἄνακτι | δοῦρ᾽ ἐλάτης κέρσαντες· ἀτὰρ καθύπερθεν ἔρεψαν | λαχνήεντ᾽ ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες·
      Κι ευθύς κατόπιν στην σκηνήν εφθάσαν του Αχιλλέως | την υψηλήν που μ᾽ έλατα σχισμένα οι Μυρμιδόνες | έφτιασαν του κυρίου των, κι επάνω την σκεπάσαν | με χνουδωτά καλάμια κομμέν᾽ από λιβάδι·
      Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    • 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 287 (286-288)
      ἔνθ᾽ Ὕπνος μὲν ἔμεινε πάρος Διὸς ὄσσε ἰδέσθαι, | εἰς ἐλάτην ἀναβὰς περιμήκετον, ἣ τότ᾽ ἐν Ἴδῃ | μακροτάτη πεφυυῖα δι᾽ ἠέρος αἰθέρ᾽ ἵκανεν·
      Ο Ύπνος στάθηκεν αυτού, μη τον ξανοίξει ο Δίας· | και ανέβ᾽ εις έλατο τρανό που είχε βγει στην Ίδην | και ως τον αιθέρ᾽ απλώνονταν τα απέραντα κλαδιά του.
      Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 239 (237-240)
    δῶκε δ᾽ ἔπειτα σκέπαρνον ἐΰξοον· ἄρχε δ᾽ ὁδοῖο | νήσου ἐπ᾽ ἐσχατιῆς, ὅθι δένδρεα μακρὰ πεφύκει, | κλήθρη τ᾽ αἴγειρός τ᾽, ἐλάτη τ᾽ ἦν οὐρανομήκης, | αὖα πάλαι, περίκηλα, τά οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς.
    Του ᾽δωσε και σκερπάνι ακονισμένο, και πρώτη βγήκε στον δρόμο | που τραβά στην άκρη του νησιού, όπου και τα μεγάλα δέντρα υψώνονταν: | σκλήθρες και λεύκες, ουρανομήκη έλατα | — στεγνά, κατάξερα, για να μπορούν ανάλαφρα να πλέουν.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. κουπί κατασκευασμένο από ξύλο πεύκου
  3. πλοίο ή βάρκα
  4. (φυτό) είδος φυκιού (Cystoseira Abies-marina)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. έλατο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. s.v.- ἐλάτη σελ. 401 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.