malentendant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | malentendant | malentendants |
θηλυκό | malentendante | malentendantes |
malentendant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | malentendant | malentendants |
θηλυκό | malentendante | malentendantes |
malentendant (fr)