entendant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | entendant | entendants |
θηλυκό | entendante | entendantes |
Μετοχή
επεξεργασίαentendant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | entendant | entendants |
θηλυκό | entendante | entendantes |
entendant (fr)