αποστραβώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποστραβώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποστραβώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποστραβώνομαι | αποστραβωνόμουν(α) | θα αποστραβώνομαι | να αποστραβώνομαι | ||
β' ενικ. | αποστραβώνεσαι | αποστραβωνόσουν(α) | θα αποστραβώνεσαι | να αποστραβώνεσαι | (αποστραβώνου) | |
γ' ενικ. | αποστραβώνεται | αποστραβωνόταν(ε) | θα αποστραβώνεται | να αποστραβώνεται | ||
α' πληθ. | αποστραβωνόμαστε | αποστραβωνόμαστε αποστραβωνόμασταν |
θα αποστραβωνόμαστε | να αποστραβωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αποστραβώνεστε | αποστραβωνόσαστε αποστραβωνόσασταν |
θα αποστραβώνεστε | να αποστραβώνεστε | (αποστραβώνεστε) | |
γ' πληθ. | αποστραβώνονται | αποστραβώνονταν αποστραβωνόντουσαν |
θα αποστραβώνονται | να αποστραβώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποστραβώθηκα | θα αποστραβωθώ | να αποστραβωθώ | αποστραβωθεί | ||
β' ενικ. | αποστραβώθηκες | θα αποστραβωθείς | να αποστραβωθείς | αποστραβώσου | ||
γ' ενικ. | αποστραβώθηκε | θα αποστραβωθεί | να αποστραβωθεί | |||
α' πληθ. | αποστραβωθήκαμε | θα αποστραβωθούμε | να αποστραβωθούμε | |||
β' πληθ. | αποστραβωθήκατε | θα αποστραβωθείτε | να αποστραβωθείτε | αποστραβωθείτε | ||
γ' πληθ. | αποστραβώθηκαν αποστραβωθήκαν(ε) |
θα αποστραβωθούν(ε) | να αποστραβωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποστραβωθεί | είχα αποστραβωθεί | θα έχω αποστραβωθεί | να έχω αποστραβωθεί | αποστραβωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποστραβωθεί | είχες αποστραβωθεί | θα έχεις αποστραβωθεί | να έχεις αποστραβωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποστραβωθεί | είχε αποστραβωθεί | θα έχει αποστραβωθεί | να έχει αποστραβωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποστραβωθεί | είχαμε αποστραβωθεί | θα έχουμε αποστραβωθεί | να έχουμε αποστραβωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποστραβωθεί | είχατε αποστραβωθεί | θα έχετε αποστραβωθεί | να έχετε αποστραβωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποστραβωθεί | είχαν αποστραβωθεί | θα έχουν αποστραβωθεί | να έχουν αποστραβωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποστραβώνομαι
|