στραβοπόδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στραβοπόδης | η | στραβοπόδα | το | στραβοπόδικο |
γενική | του | στραβοπόδη | της | στραβοπόδας | του | στραβοπόδικου |
αιτιατική | τον | στραβοπόδη | τη | στραβοπόδα | το | στραβοπόδικο |
κλητική | στραβοπόδη | στραβοπόδα | στραβοπόδικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στραβοπόδηδες | οι | στραβοπόδες | τα | στραβοπόδικα |
γενική | των | στραβοπόδηδων | — | των | στραβοπόδικων | |
αιτιατική | τους | στραβοπόδηδες | τις | στραβοπόδες | τα | στραβοπόδικα |
κλητική | στραβοπόδηδες | στραβοπόδες | στραβοπόδικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στραβοπόδης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή στραβοπόδης[1] < στραβός + αρχαία ελληνική πούς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stɾa.voˈpo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐βο‐πό‐δης
Επίθετο
επεξεργασίαστραβοπόδης, -α, -ικο
- που έχει στραβά πόδια, που έχει ραιβοποδία ή βλαισοποδία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Στραβοπόδης (επώνυμο)
- → δείτε τις λέξεις στραβός και πόδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία στραβοπόδης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στραβοπόδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας