Δείτε επίσης: Στραβοπόδης
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στραβοπόδης η στραβοπόδα το στραβοπόδικο
      γενική του στραβοπόδη της στραβοπόδας του στραβοπόδικου
    αιτιατική τον στραβοπόδη τη στραβοπόδα το στραβοπόδικο
     κλητική στραβοπόδη στραβοπόδα στραβοπόδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στραβοπόδηδες οι στραβοπόδες τα στραβοπόδικα
      γενική των στραβοπόδηδων των στραβοπόδικων
    αιτιατική τους στραβοπόδηδες τις στραβοπόδες τα στραβοπόδικα
     κλητική στραβοπόδηδες στραβοπόδες στραβοπόδικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στραβοπόδης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή στραβοπόδης[1] < στραβός + αρχαία ελληνική πούς
(Συγχρονικά αναλύεται σε στραβ(ός) + -ο- + πόδ(ι) + -ης)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /stɾa.voˈpo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρα‐βο‐πό‐δης

  Επίθετο

επεξεργασία

στραβοπόδης, -α, -ικο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία