Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ραιβοποδία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ραιβοποδί
α
οι
ραιβοποδί
ες
γενική
της
ραιβοποδί
ας
των
ραιβοποδι
ών
αιτιατική
τη
ραιβοποδί
α
τις
ραιβοποδί
ες
κλητική
ραιβοποδί
α
ραιβοποδί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ραιβοποδία
<
ραιβός
+
πόδι
+
-ία
<
αρχαία ελληνική
ῥαιβός
+
πούς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ραιβοποδία
θηλυκό
η
δυσμορφία
των ποδιών, κατά την οποία τα
γόνατα
είναι
στραμμένα
προς τα
έξω
Συγγενικά
επεξεργασία
ραιβόπους
→
δείτε
τις λέξεις
ραιβός
και
πόδι
Δείτε επίσης
επεξεργασία
βλαισοποδία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ραιβοποδία