Δείτε επίσης: ραιβός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

ῥαιβός -ή -όν

ὅσα μὲν οὖν ἡμάρτηται μόρια κατὰ τὸ σχῆμα͵ καθάπερ ὅσα βλαισὰ͵ καὶ ῥαιβὰ͵ καὶ λοξὰ͵ ταῦτα νεογενῆ μὲν ἔτι καὶ ἁπαλὰ διαπλάσει τε καὶ ἐπιδέσει εἰς τὸ κατὰ φύσιν ἐπανέρχεται (Γαληνός)

Δείτε επίσης επεξεργασία