Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλαισός η βλαισή το βλαισό
      γενική του βλαισού της βλαισής του βλαισού
    αιτιατική τον βλαισό τη βλαισή το βλαισό
     κλητική βλαισέ βλαισή βλαισό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλαισοί οι βλαισές τα βλαισά
      γενική των βλαισών των βλαισών των βλαισών
    αιτιατική τους βλαισούς τις βλαισές τα βλαισά
     κλητική βλαισοί βλαισές βλαισά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλαισός < αρχαία ελληνική βλαισός

  Επίθετο επεξεργασία

βλαισός -ή -ό

  • που έχει στραβά πόδια, που τα γόνατά του είναι στραμμένα προς τα μέσα

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία