Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στραβοκάνης οι στραβοκάνηδες
      γενική του στραβοκάνη των στραβοκάνηδων
    αιτιατική τον στραβοκάνη τους στραβοκάνηδες
     κλητική στραβοκάνη στραβοκάνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στραβοκάνης < στραβός + κανί + -ης

  Επίθετο επεξεργασία

στραβοκάνης

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία