θεόστραβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαθεόστραβος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) αυτός που δεν βλέπει καθόλου, ο τυφλός, αλλά και μεταφορικά, αυτός που δεν βλέπει καλά
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεόστραβος