Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεόστραβος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θεόστραβ
ος
η
θεόστραβ
η
το
θεόστραβ
ο
γενική
του
θεόστραβ
ου
της
θεόστραβ
ης
του
θεόστραβ
ου
αιτιατική
τον
θεόστραβ
ο
τη
θεόστραβ
η
το
θεόστραβ
ο
κλητική
θεόστραβ
ε
θεόστραβ
η
θεόστραβ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θεόστραβ
οι
οι
θεόστραβ
ες
τα
θεόστραβ
α
γενική
των
θεόστραβ
ων
των
θεόστραβ
ων
των
θεόστραβ
ων
αιτιατική
τους
θεόστραβ
ους
τις
θεόστραβ
ες
τα
θεόστραβ
α
κλητική
θεόστραβ
οι
θεόστραβ
ες
θεόστραβ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεόστραβος
<
θεός
+
στραβός
Επίθετο
επεξεργασία
θεόστραβος, -η, -ο
αυτός που δεν
βλέπει
καθόλου, ο
τυφλός
, αλλά και μεταφορικά, αυτός που δεν βλέπει καλά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θεόστραβος
αγγλικά
:
blind as a bat
(en)